- κάννα
- και κάννη, η (AM κάννα και κάννη)νεοελλ.1. (συνηθέστ. στον τ. κάννη) ο χαλύβδινος σωλήνας τουφεκιού, πιστολιού κ.λπ. μέσα από τον οποίο περνά και εξακοντίζεται το βλήμα2. βοτ. γένος φυτών που ανήκει στην οικογένεια καννίδεςμσν.μέτρο ύψους ίσο με οκτώ σπιθαμέςαρχ.1. καλάμι, ράβδος, πάσσαλος από καλάμι2. πλέγμα από καλάμια, ψάθα, ψαθί3. καλαμωτή, καλαμένιο περίφραγμα, φράχτης από καλάμια.[ΕΤΥΜΟΛ. Σημιτικής προελεύσεως δάνεια λ. (πρβλ. ακκαδ. qanu, εβρ. qanẽ), οι ρίζες τής οποίας ανάγονται στις μεσοποταμιακές γλώσσες (πρβλ. σουμερ. gin) Τη λ. δανείστηκε από την ελλ. η λατ. (πρβλ. λατ. canna).ΠΑΡ. κάνιστρο(ν)αρχ.κάνασθον, κάνα(ν)στρον, κάνε(ι)ον, κάνης, κάνυστρον, κάν(ν)αβος, κάν(ν)αθρον, καννωτός.ΣΥΝΘ. καναδόκα, καννοπλόκος, καννοχερσαία].
Dictionary of Greek. 2013.